Series featured in Depot Kolektiv
I have spent the majority of my life dreaming.
Dreaming of places far from here. Their stories, their people, how I could reach them and what I would do when I finally arrived there. I dreamed of these places for so long that over time they began to take on mythical dimensions. These places, which once might have belonged to the world we inhabit, now had spaceships, knights, aliens, and wizards within them.
But my desire to go to these places persisted. A few years had passed, and now reality and fantasy had become even more violently intertwined. I didn’t know where the real ended and the imaginary began. But just the possibility that one day I might visit these places was enough to fuel me. Indefinitely.
My teenage years had come to an end by now. And it was time to return to reality, while these imaginary worlds that had been building for years in my mind now had to be completely razed to the ground. However, with the passage of time, I managed to return to where I had initially started: Athens. The place I had never left, this time without even the hope of a better destination.
Trapped in a prison, where you can see neither the start or the end of the cell.
-
Έχω περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου ονειρεύοντας.
Ονειρεύοντας για τόπους μακριά από εδώ. Τις ιστορίες τους, τους ανθρώπους τους, το πως θα μπορούσα να φτάσω σε αυτούς και τι θα έκανα όταν έφτανα τελικά. Ονειρευόμουν για τόσο καιρό αυτά τα μέρη που με το πέρασμα του χρόνου ξεκίνησαν να αποκτούν μυθικές διαστάσεις. Αυτοί οι τόποι, που κάποτε μπορεί να άνηκαν στον κόσμο που κατοικούμε, είχαν πια διαστημόπλοια, ιππότες, εξωγήινους και μάγους μέσα τους.
Αλλά η θέληση μου να πάω σε αυτά τα μέρη επέμεινε. Είχαν περάσει μερικά χρόνια και τώρα η πραγματικότητα με τη φαντασία είχαν μπλεχτεί ακόμα πιο βίαια μεταξύ τους. Δεν ήξερα που τελείωνε το αληθινό και που ξεκίναγε το φανταστικό. Αλλά μόνο το ενδεχόμενο πως μια μέρα μπορεί να επισκεπτόμουν αυτά τα μέρη ήταν αρκετό για να τροφοδοτώ τον εαυτό μου. Επ’άπειρον.
Τα εφηβικά μου χρόνια είχαν φτάσει στο τέλος τους πια. Και είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω πίσω στην πραγματικότητα, ενώ οι φανταστικοί αυτοί κόσμοι που χτιζόντουσαν επί χρόνια στο μυαλό μου έπρεπε τώρα να ισοπεδωθούν ολοκληρωτικά. Κατάφερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου, να επιστρέψω εκεί από όπου είχα ξεκινήσει αρχικά: Στην Αθήνα. Το μέρος από όπου δεν είχα φύγει ποτέ, αυτή τη φορά όμως χωρίς καν την ελπίδα ενός καλύτερου προορισμού.
Παγιδευμένος σε μια φυλακή, όπου δεν μπορείς να δεις καν την αρχή ή το τέλος του κελιού.